τάγγισμα

τάγγισμα
και τάγκισμα και τσάγγισμα και τσάγκισμα, το, Ν [ταγγίζω / τσαγγίζω]
τάγγιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τάγγισμα λιπών — Αλλοίωση στη σύνθεση των λιπών. Παρατηρείται κατά την αποθήκευσή τους. Τα ταγγισμένα λίπη είναι ακατάλληλα για φαγητό επειδή αναδίδουν άσχημη μυρωδιά και έχουν ιδιαίτερα δυσάρεστη γεύση. Το τ.λ. οφείλεται στην εμφάνιση μερικών πτητικών αλδεΰδων,… …   Dictionary of Greek

  • τάγκισμα — το, Ν βλ. τάγγισμα …   Dictionary of Greek

  • τσάγγισμα — και τσάγκισμα, το, Ν βλ. τάγγισμα …   Dictionary of Greek

  • τσάγκισμα — το, Ν βλ. τάγγισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”